- ενάγω
- (AM ἐνάγω)1. φέρνω κάποιον στο δικαστήριο, κατηγορώ, κάνω αγωγή2. (η μτχ. ως ουσ.) α) ενάγων, -ούσα, -ονστην πολιτική δικονομία, αυτός που υποβάλλει την αίτηση για παροχή έννομης προστασίας και προκαλεί δικαστικό αγώνα, αυτός που εγείρει αγωγή εναντίον κάποιου, ο κατήγορος, ο μηνυτήςβ) εναγόμενος, -η, -οναυτός εναντίον τού οποίου στρέφεται η αγωγή, ο κατηγορούμενος, ο εγκαλούμενος στο δικαστήριομσν.ο εγκαλούμενος με αγωγή στο δικαστήριο για να πληρώσει οφειλή τουαρχ.1. εισάγω κάποιον μέσα σε κάτι, φέρνω μέσα2. οδηγώ, παροτρύνω, προτρέπω, παρακινώ3. επισπεύδω, συμβουλεύω με επιμονή, εξεγείρω4. (για μέταλλα) κατεργάζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.